Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Η "ασθένεια" του χρόνου στο δυτικό κόσμο

Αρθρογράφος: 
Μο­νά Σο­λέ

Της Μο­νά Σο­λέ

Μας υ­πο­σχέ­θη­καν ό­τι η τε­χνο­λο­γία θα α­πε­λευ­θέ­ρω­νε την αν­θρω­πό­τη­τα ε­λευ­θε­ρία και θα πρό­σφε­ρε ά­φθο­νο ε­λεύ­θε­ρο χρό­νο. Αλλά ο ρυθ­μός της ζωής α­κο­λού­θη­σε τον ξέ­φρε­νο ρυθ­μό της μη­χα­νής και τώ­ρα ο κα­θέ­νας μας νιώ­θει να πνί­γε­ται στους κα­τα­να­γκα­σμούς της. Άνι­σα κα­τα­νε­μη­μέ­νος, ο χρό­νος συ­νι­στά πια έ­να φυ­σι­κό πό­ρο που σπα­νί­ζει και διεκ­δι­κεί­ται α­πό πολ­λούς. Για να κα­τα­νοή­σου­με τις αι­τίες αυ­τής της έλ­λει­ψης χρό­νου, χρή­σι­μη εί­ναι μια ι­στο­ρι­κή α­να­δρο­μή.
Ο ι­σπα­νός οι­κο­νο­μο­λό­γος και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος Φερ­νά­ντο Τρίας ντε Μπες εί­χε την ι­δέα πριν α­πό με­ρι­κά χρό­νια να δη­μο­σιεύ­σει έ­να πε­ζο­γρά­φη­μα με τίτ­λο «Ο πω­λη­τής χρό­νου». Ο κε­ντρι­κός ή­ρωας, για να μπο­ρέ­σει να ξε­χρεώ­σει τα δά­νειά του, α­πο­φα­σί­ζει να στή­σει μια ε­πι­χεί­ρη­ση, για να που­λά­ει χρό­νο στους συ­μπο­λί­τες του, που τό­σο λεί­πει και στον ί­διο.
Ο μύ­θος του Τρίας ντε Μπες σκια­γρα­φεί το μη­χα­νι­σμό του χρέ­ους σαν «κλο­πή χρό­νου», κα­θώς και την κα­τά­στα­ση «χρο­νι­κής πεί­νας», που βιώ­νουν οι σύγ­χρο­νες δυ­τι­κές κοι­νω­νίες. Μή­πως οι κοι­νω­νίες αυ­τές τυ­φλω­μέ­νες α­πό το κύ­ρος που προσ­δί­δει ο φρε­νή­ρης ρυθ­μός, φυ­λα­κι­σμέ­νες σε μια συ­γκε­κρι­μέ­νη α­ντί­λη­ψη για τη δρά­ση και το αν­θρώ­πι­νο πε­πρω­μέ­νο, υ­πο­τι­μούν το ου­σιώ­δες α­γα­θό που συ­νι­στά ο χρό­νος, μέ­χρι του ση­μείου να τον ευ­τε­λί­ζουν χω­ρίς αι­δώ; Πί­σω α­πό αυ­τό που ο κα­θέ­νας βλέ­πει συ­νή­θως σαν έ­να φυ­σι­κό δε­δο­μέ­νο, ή σαν το α­πρό­βλε­πτο της α­το­μι­κής ύ­παρ­ξής του, υ­πάρ­χει μο­λα­ταύ­τα έ­να «κα­θε­στώς χρό­νου» που δεν έ­χει κα­μία σχέ­ση με το τυ­χαίο, ό­πως υ­πο­γραμ­μί­ζει ο γερ­μα­νός κοι­νω­νιο­λό­γος Χάρ­τμουτ Ρό­ζα.
Ο ί­διος δια­κρί­νει στην πρό­σφα­τη ι­στο­ρι­κή πε­ρίο­δο τρεις μορ­φές ε­πι­τά­χυν­σης που συν­δυά­ζο­νται: τε­χνο­λο­γι­κή ε­πι­τά­χυν­ση (Δια­δί­κτυο, σι­δη­ρό­δρο­μοι υ­ψη­λής τα­χύ­τη­τας, φούρ­νοι μι­κρο­κυ­μά­των), κοι­νω­νι­κή ε­πι­τά­χυν­ση (συ­χνές αλ­λα­γές ερ­γα­σίας και συ­ζύ­γου στη διάρ­κεια της ζωής, πιο συ­χνή α­ντι­κα­τά­στα­ση χρη­στι­κών α­ντι­κει­μέ­νων), ε­πι­τά­χυν­ση του ρυθ­μού ζωής (κοι­μό­μα­στε λι­γό­τε­ρο, μι­λά­με πιο γρή­γο­ρα, βλέ­που­με λι­γό­τε­ρο συ­χνά τους δι­κούς μας, κά­νου­με τα πά­ντα τη­λε­φω­νώ­ντας και βλέ­πο­ντας τη­λεό­ρα­ση). Σύμ­φω­να με την τρέ­χου­σα λο­γι­κή, η τε­χνι­κή ε­πι­τά­χυν­ση θα έ­πρε­πε να ε­ξα­σφα­λί­ζει σε ό­λους μια κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα ή­ρε­μη και νω­χε­λι­κή. Κι ό­μως, ε­νώ μειώ­νει τη διάρ­κεια των δια­φό­ρων δια­δι­κα­στι­κών, πολ­λα­πλα­σιά­ζει ε­πί­σης τον α­ριθ­μό τους.
Εί­ναι α­λή­θεια ό­τι γρά­φεις πιο γρή­γο­ρα έ­να η­λεκ­τρι­κό μή­νυ­μα, αλ­λά τα μη­νύ­μα­τα αυ­τά που στέλ­νεις εί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό τις ε­πι­στο­λές που θα έ­γρα­φες. Το αυ­το­κί­νη­το μας ε­πι­τρέ­πει να πη­γαί­νου­με στον προο­ρι­σμό μας πιο γρή­γο­ρα, αλ­λά κα­θώς συ­νε­πά­γε­ται την αύ­ξη­ση των με­τα­κι­νή­σεων, δεν μειώ­νει, τε­λι­κά, το χρό­νο που ξο­δεύου­με γι’ αυ­τές… Η έ­κρη­ξη του πλή­θους των δυ­να­το­τή­των –στην κα­τα­νά­λω­ση, στη βιο­μη­χα­νία των δια­κο­πών, στο Δια­δί­κτυο, στην τη­λεό­ρα­ση…– μας υ­πο­χρεώ­νει σε διαρ­κείς και χρο­νο­βό­ρους δια­κα­νο­νι­σμούς.
Ρο­λόι, ο «μύ­λος του δια­βό­λου»
Σύμ­φω­να με τον Χάρ­τμουτ Ρό­ζα, το ι­στο­ρι­κό φαι­νό­με­νο της ε­πι­τά­χυν­σης αρ­χι­κά ε­ξε­λίχ­θη­κε στις δυ­τι­κές κοι­νω­νίες, κα­θώς έ­βλε­παν σ’ αυ­τό μια υ­πό­σχε­ση προό­δου και αυ­το­νο­μίας. Αλλά στη συ­νέ­χεια βρα­χυ­κύ­κλω­σε τους θε­σμούς και τα πο­λι­τι­κά στε­λέ­χη. Γί­νε­ται πια μια «ο­λο­κλη­ρω­τι­κή δύ­να­μη στο ε­σω­τε­ρι­κό της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νίας», με την έν­νοια α­φη­ρη­μέ­νης και πα­ντα­χού πα­ρού­σας αρ­χής, α­πό την ο­ποία κα­νείς δεν μπο­ρεί να ξε­φύ­γει.
Στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά του το ά­το­μο έ­χει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι δεν κά­νει τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά να τρέ­χει, χω­ρίς πο­τέ να στα­θεί και να α­να­στο­χα­στεί την ί­δια του τη ζωή. Και στο συλ­λο­γι­κό πε­δίο οι πο­λι­τι­κές κοι­νό­τη­τες χά­νουν τον έ­λεγ­χο του πε­πρω­μέ­νου τους. Κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο, αυ­τή η τρελ­λή κούρ­σα συ­νο­δεύε­ται α­πό έ­να αί­σθη­μα α­δρά­νειας και μοι­ρο­λα­τρείας.
Οι προο­δευ­τι­κοί κύ­κλοι μπο­ρεί να μην ταυ­το­ποιούν πά­ντα με σα­φή­νεια το χρό­νο σαν το δια­κύ­βευ­μα μιας στρα­τη­γι­κής μά­χης, μπο­ρού­με ω­στό­σο να δια­πι­στώ­σου­με ό­τι έ­χει με­τα­τρα­πεί σε ε­ξαι­ρε­τι­κά διεκ­δι­κού­με­νο πό­ρο, που εί­ναι πο­λύ ά­νι­σα κα­τα­νε­μη­μέ­νος. Στη Γαλ­λία, οι «νό­μοι Ομπρί» για τη μείω­ση του χρό­νου ερ­γα­σίας το 1998 και το 2000, πρό­σφε­ραν στα στε­λέ­χη ε­πι­πλέ­ον η­μέ­ρες αρ­γίας, αλ­λά α­πο­διάρ­θρω­σαν τους ρυθ­μούς των λι­γό­τε­ρο ει­δι­κευ­μέ­νων μι­σθω­τών, που εί­δαν να τους ε­πι­βάλ­λε­ται αυ­ξη­μέ­νη ε­λα­στι­κό­τη­τα στο ω­ρά­ριο ερ­γα­σίας.
Ο γυ­ναι­κείος χρό­νος
Τα πρα­κτο­ρεία που προ­σφέ­ρουν «προ­σω­πι­κές υ­πη­ρε­σίες», ε­πι­τρέ­πουν στις εύ­πο­ρες τά­ξεις να α­παλ­λάσ­σο­νται α­πό το βά­ρος της φρο­ντί­δας του σπι­τιού ή των παι­διών με τη βοή­θεια γυ­ναι­κών συ­νή­θως, φτω­χών ή /και με­τα­να­στριών, που α­να­λαμ­βά­νουν τό­σο ά­χα­ρες ό­σο και κα­κο­πλη­ρω­μέ­νες δου­λειές.
Στο σύ­νο­λό τους οι γυ­ναί­κες υ­φί­στα­νται ι­διαί­τε­ρη πίε­ση. Τον Ιού­λιο του 2012, το βελ­γι­κό κί­νη­μα Γυ­ναι­κεία Ζωή, α­φιέ­ρω­σε σ’ αυ­τό το πρό­βλη­μα την ε­τή­σια «ε­βδο­μά­δα με­λέ­της». Με τίτ­λο «Να α­να­κτή­σου­με τον έ­λεγ­χο του χρό­νου» (), η πρό­σκλη­ση ση­μείω­νε ό­τι οι γυ­ναί­κες, α­να­λαμ­βά­νο­ντας το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των οι­κια­κών κα­θη­κό­ντων, παί­ζουν το ρό­λο του «α­μορ­τι­σέρ του χρό­νου» τό­σο στην ε­πι­χεί­ρη­ση που ερ­γά­ζο­νται, συ­νή­θως με κα­θε­στώς με­ρι­κής α­πα­σχό­λη­σης, ό­σο και στην ι­διω­τι­κή ζωή τους, ό­που φέ­ρουν το βά­ρος «της ορ­γά­νω­σης των δια­φό­ρων χρό­νων της οι­κο­γε­νεια­κής ζωής». Εί­ναι θύ­μα­τα, ε­πί­σης των «σε­ξι­στι­κών α­ντι­λή­ψεων που συν­δυά­ζουν τη θη­λυ­κό­τη­τα με την α­φο­σίω­ση στους άλ­λους». Όπως έ­λε­γε μια νο­σο­κό­μα, «έ­χω πά­ντα την ε­ντύ­πω­ση, ό­ταν κά­νω κά­τι για τον ε­αυ­τό μου, ό­τι έ­χω πα­ρα­με­λή­σει κά­ποιον άλ­λο».
Ο χρό­νος ερ­γα­σίας
Μπο­ρεί τις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες η ερ­γα­σία να έ­χει γί­νει πιο ε­ντα­τι­κή και για ο­ρι­σμέ­νες κα­τη­γο­ρίες μι­σθω­τών να τεί­νει να ει­σβά­λει στην προ­σω­πι­κή σφαί­ρα, αλ­λά η ε­πί­ση­μη διάρ­κειά της δεν έ­πα­ψε να μειώ­νε­ται α­πό την έ­ναρ­ξη της σύγ­χρο­νης ε­πο­χής. Συ­νε­πώς, οι άν­θρω­ποι έ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­λεύ­θε­ρο χρό­νο, αλ­λά τους τον υ­φαρ­πά­ζει ο δαι­μο­νι­κός ρυθ­μός της ζωής. Από την άλ­λη με­ριά, συ­χνά α­φιε­ρώ­νουν το χρό­νο της αρ­γίας σε δρα­στη­ριό­τη­τες ε­λά­χι­στης α­ξίας, ό­πως η πα­ρα­κο­λού­θη­ση τη­λεό­ρα­σης: υ­πο­φέ­ρουν α­πό έ­να εί­δος α­νά­σχε­σης, που τους ε­μπο­δί­ζει να κά­νουν αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά έ­χουν α­νά­γκη να κά­νουν.
Αυ­τό δεν εί­ναι πα­ρά­δο­ξο. Το πρό­βλη­μα του χρό­νου δεν εί­ναι πρό­βλη­μα πο­σό­τη­τας μό­νο –που πα­ρου­σιά­ζει έλ­λειμ­μα– αλ­λά και ποιό­τη­τας: δεν ξέ­ρου­με πια πώς να τον ε­ξοι­κειώ­σου­με, να τον δα­μά­σου­με. Η α­ντί­λη­ψη του χρό­νου που έ­χου­με, έ­χει δια­μορ­φω­θεί με βά­ση την κα­πι­τα­λι­στι­κή η­θι­κή, που έ­χει κα­τα­γω­γή προ­τε­στα­ντι­κής έ­μπνευ­σης, η ο­ποία ό­μως έ­χει εκ­κο­σμι­κευ­θεί: πρό­κει­ται για έ­ναν α­φη­ρη­μέ­νο φυ­σι­κό πό­ρο «που πρέ­πει να τον εκ­με­ταλ­λευ­τού­με ε­πι­κερ­δώς με ό­σο το δυ­να­τόν πιο ε­ντα­τι­κό τρό­πο».
Ο βρε­τα­νός ι­στο­ρι­κός Έντουαρ­ντ Πάλ­μερ Τόμ­σον α­να­φέ­ρει ό­τι ε­ξε­γέρ­θη­καν οι πρώ­τες γε­νιές ερ­γα­τών που τους ε­πέ­βα­λαν την ερ­γα­σία που ό­ρι­ζε το ρο­λόι ή η σει­ρή­να της φά­μπρι­κας και ό­χι το συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο που τους εί­χαν α­να­θέ­σει. Με την κα­νο­νι­κό­τη­τα που ρυθ­μί­ζε­ται με το χρό­νο του ρο­λο­γιού, ο ερ­γά­της χά­νει την αυ­θόρ­μη­τη συ­νή­θεια να ε­ναλ­λάσ­σει τις πε­ριό­δους ε­ντα­τι­κής ερ­γα­σίας με πε­ριό­δους α­νά­παυ­σης, που το Τόμ­σον θεω­ρεί «φυ­σι­κό» ρυθ­μό της αν­θρώ­πι­νης ύ­παρ­ξης.
Ο αυ­στη­ρός τε­μα­χι­σμός του χρό­νου ρυθ­μί­ζει την πει­θαρ­χία τό­σο στο ερ­γο­στά­σιο ό­σο και στο σχο­λειό, με στό­χο να τι­θα­σεύ­σει πρώι­μα τους φο­ρείς της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης: στο Μά­ντσε­στε­ρ, το 1775, ο αι­δε­σι­μώ­τα­τος Τζ. Κλέι­τον α­νη­συ­χού­σε ε­πει­δή έ­βλε­πε τους δρό­μους γε­μά­τους «με ά­πρα­γα ρα­κέν­δυ­τα παι­διά, που ό­χι μό­νο χά­νουν το χρό­νο τους, αλ­λά α­πο­κτούν και τη συ­νή­θεια να παί­ζουν».
Η κα­τα­πιε­στι­κή διά­στα­ση της ε­πι­χεί­ρη­σης εμ­φα­νί­ζε­ται με σα­φή­νεια στα λό­για του που­ρι­τα­νού θε­ο­λό­γου Ρί­τσαρ­ντ Μπάξ­τε­ρ, που υ­πα­γό­ρευε πριν τη γε­νί­κευ­ση των ρο­λο­γιών τσέ­πης, ο κα­θέ­νας να ρυθ­μί­ζε­ται «με βά­ση το ε­σω­τε­ρι­κό η­θι­κό ρο­λόι του». Πιο πρό­σφα­τα, το 2005, στη Γερ­μα­νία, ο χρι­στια­νο­δη­μο­κρά­της υ­πουρ­γός Δι­καιο­σύ­νης του κρα­τι­δίου της Έσσης υ­πο­δεί­κνυε την «ε­πι­τή­ρη­ση των α­νέρ­γων» με τη βοή­θεια «η­λεκ­τρο­νι­κού βρα­χιο­λιού», με σκο­πό να τους δι­δά­σκου­με πώς να «ξα­να­ζούν με κα­νο­νι­κό ω­ρά­ριο»…
Ο ε­λεύ­θε­ρος χρό­νος
 Η λο­γι­κή της α­πο­δο­τι­κό­τη­τας και της α­ντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας, που προ­σι­διά­ζει στην οι­κο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα («ο α­ντα­γω­νι­σμός δεν κοι­μά­ται πο­τέ»), ε­πε­κτεί­νε­ται σε ό­λους τους το­μείς της ζωής. Ο ε­λεύ­θε­ρος χρό­νος, που κερ­δή­θη­κε με α­κρι­βό α­ντί­τι­μο, ο­φεί­λει κι αυ­τός να διευ­θε­τεί­ται α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά. Η έλ­λει­ψη μιας τέ­τοιας διευ­θέ­τη­σης μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει στη δια­σπά­θι­σή του, που έ­χει πο­λύ σο­βα­ρές συ­νέ­πειες. Μπο­ρεί εξ αυ­τού να προ­κύ­ψουν μειο­νε­κτή­μα­τα που μοι­ρά­ζο­νται σ’ ό­λη την κοι­νω­νι­κή κλί­μα­κα α­πό πά­νω μέ­χρι κά­τω: «Όπως ο υ­φι­στά­με­νος την εκ­με­τάλ­λευ­ση, το ί­διο και ο εκ­με­ταλ­λευ­τής δεν μπο­ρεί να α­φε­θεί χω­ρίς κα­μία ε­πι­φύ­λα­ξη στη γλυ­κειά ρα­θυ­μία», γρά­φει ο Ρα­ούλ Βα­νε­γκέμ. «Κά­τω α­πό τη φαι­νο­με­νι­κή χαύ­νω­ση του ο­νεί­ρου, ξυ­πνά­ει μια συ­νεί­δη­ση που το κα­θη­με­ρι­νό σφυ­ρο­κό­πη­μα της δου­λειάς την ε­ξο­ρί­ζει α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του ει­σο­δη­μα­τία».
Ο Ρό­ζα το ε­πι­βε­βαιώ­νει: ό­ποιος θέ­λει να α­να­κτή­σει τον έ­λεγ­χο της δια­δρο­μής της α­το­μι­κής και συλ­λο­γι­κής ι­στο­ρίας, χρειά­ζε­ται πρώ­τα α­π‘ ό­λα να α­παλ­λα­γεί α­πό τους «ση­μα­ντι­κούς χρο­νι­κούς πό­ρους», που προο­ρί­ζο­νται για το παι­χνί­δι, τη σχό­λη και για να ξα­να­μά­θου­με να «ξο­δεύου­με ά­σκο­πα» το χρό­νο.
Και προ­σθέ­τει ό­τι αυ­τό που αμ­φι­σβη­τεί­ται, εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα «οι­κειο­ποίη­σης του κό­σμου», χω­ρίς την ο­ποία ο κό­σμος γί­νε­ται «βου­βός, ψυ­χρός, α­διά­φο­ρος, α­κό­μα και εχ­θρι­κός».
Η ε­ρευ­νή­τρια Αλίς Μέ­ντιν­γκ, ε­πί­σης, ταυ­το­ποιεί έ­να «φαι­νό­με­νο α­ποοι­κειο­ποίη­σης», που δια­τη­ρεί το σύγ­χρο­νο υ­πο­κεί­με­νο σε μια κα­τά­στα­ση που το κά­νει να νοιώ­θει ξέ­νο μέ­σα στον κό­σμο και στην ί­δια του την ύ­παρ­ξη. Πριν α­πό τη βα­σι­λεία του ρο­λο­γιού -που οι αλ­γε­ρι­νοί χω­ρι­κοί στη δε­κα­ε­τία του ‘50, ό­πως ση­μειώ­νει ο Πιερ Μπουρ­ντιέ, το α­πο­κα­λού­σαν «μύ­λο του δια­βό­λου»- οι τρό­ποι υ­πο­λο­γι­σμού του χρό­νου συ­νέ­δε­αν φυ­σιο­λο­γι­κά τις αν­θρώ­πι­νες υ­πάρ­ξεις με το σώ­μα τους και το συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον τους. Οι βιρ­μα­νοί μο­να­χοί, διη­γεί­ται ο Τόμ­σον, ση­κώ­νο­νταν το πρωί την ώ­ρα που «έ­χει αρ­κε­τό φως, ώ­στε να βλέ­πουν τις φλέ­βες του χε­ριού τους». Στη Μα­δα­γα­σκά­ρη, η στιγ­μή ι­σο­δυ­να­μεί με την ώ­ρα που χρειά­ζε­ται «μια α­κρί­δα να τη­γα­νι­στεί»...
Η κρί­ση χρό­νου
Η κρί­ση χρό­νου, α­κρι­βώς ε­πει­δή έ­χει πο­λύ βα­θειά τις ρί­ζες της στην ι­στο­ρία της νεω­τε­ρι­κό­τη­τας, δεν α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται με ε­πι­φα­νεια­κές λύ­σεις. Γι‘ αυ­τό και χρειά­ζε­ται να ε­ξε­τά­ζου­με με φρό­νη­ση πρω­το­βου­λίες ό­πως του ευ­ρω­παϊκού «κι­νή­μα­τος για τη βρα­δύ­τη­τα»: βρα­δύ­τη­τα στο φα­γη­τό, με α­νά­λο­γη γα­στρο­νο­μία, βρα­δύ­τη­τα στα μί­ντια, με α­νά­λο­γη δη­μο­σιο­γρα­φία... Στις Η­ΠΑ, ο Στιούαρτ Μπρα­ντ ε­πο­πτεύει στην έ­ρη­μο του Τέ­ξας την κα­τα­σκευή ε­νός «Ρο­λο­γιού του Πα­ρό­ντος Μα­κράς Διάρ­κειας», που θα λει­τουρ­γεί ε­πί δέ­κα χι­λιά­δες χρό­νια και θα ξα­να­δώ­σει έ­τσι στην αν­θρω­πό­τη­τα την έν­νοια του μα­κρο­πρό­θε­σμου. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο σχέ­διο, βέ­βαια, χά­νει την ποιη­τι­κό­τη­τά του, ό­ταν γνω­ρί­ζου­με ό­τι χρη­μα­το­δο­τεί­ται α­πό τον ι­δρυ­τή του δια­δι­κτυα­κού ε­μπο­ρι­κού τό­που amazon: οι υ­πάλ­λη­λοί του, υ­πο­χρεω­μέ­νοι να τρέ­χουν ό­λη μέ­ρα στις α­πο­θή­κες του, πο­λύ αμ­φι­βάλ­λου­με αν αν­τλούν ο­ποια­δή­πο­τε υ­παρ­ξια­κή ευ­χα­ρί­στη­ση...
Το κεί­με­νο της Μο­νά Σο­λέ δη­μο­σιεύ­τη­κε στη «Μο­ντ Ντι­πλο­μα­τίκ» (τεύ­χος Δε­κεμ­βρίου 2012).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...